(Προδημοσίευση από σειρά διηγημάτων η οποία θα εκδοθεί στο μέλλον από τις εκδόσεις Άλλωστε)
Ατενίζοντας τον φάρο της Αλεξάνδρειας, για τελευταία φορά πάνω στη στέγη της σχολής της, ένιωθε σαν να ατενίζει το «Εν», την αρχή και την αιτία των πάντων. Όσο οι φωνές και ο ορυμαγδός του όχλου πλήθαιναν, τόσο εκείνη ένιωθε την ψυχή της να γίνεται ένα με την ιστορία. Κάθε λεπτό τώρα την οδηγούσε πίσω, στην πηγή της, στο ανέσπερο φως της αρχής. Κάτω, στην είσοδο της σχολής, οι φωνές είχαν μετατραπεί σε κραυγές, οι πύλες είχαν συντριβεί από τη φανατισμένη οργή του Πέτρου του αναγνώστη και των ζηλωτών κουρελήδων του. Κάπου στην άλλη άκρη της πόλης, μια σκοτεινή μορφή σάλευε στο κτήριο της επισκοπής της νέας θρησκείας της.. αγάπης, αναμένοντας να ακούσει τα ευχάριστα νέα από την έκβαση του σχεδίου του. Μετά την καταστροφή του αγάλματος του Σεράπεως, μπροστά στα δακρυσμένα μάτια των οπαδών της παλαιάς θρησκείας, τι θα ήταν καλύτερο από την καταστροφή της αιρετικής νεοπλατωνικής σχολής της αυθάδους φιλοσόφου;
Oι κραυγές του πλήθους, έγιναν πια ένα ηχηρό βέβηλο κάλεσμα στα χθόνια πνεύματα του θανάτου. Η άγρια χαρά στα πρόσωπα των εισβολέων, τους έκανε να μοιάζουν με ιθαγενείς, από την ενδοχώρα της Αφρικής, που χόρευαν τους εκστατικούς χορούς τους, προτού θυσιάσουν το θήραμά τους στους αιμοσταγείς θεούς τους. Μα εκείνη, αγέρωχα, συνέχιζε να κοιτάζει το φάρο και να θυμάται ότι κάποτε εδώ άνθισε ένας πολιτισμός ανοχής. Ήταν σούρουπο και η φλόγα του φάρου αντανακλούσε το φως της πάνω στα κτήρια της πόλης, που πήρε το όνομα της από τον μεγάλο Μακεδόνα. Αυτό το φως, αν και συνδέονταν με τη ζωή που σε λίγο θα άφηνε, τύλιγε με θέρμη την καρδιά και της χάριζε την νόστο του «Ενός». Και ύστερα, ένα χέρι την άρπαξε βίαια, προσπαθώντας να διαρρήξει την αγνότητα της μακαριότητας της, να συλήσει το άδυτο της ηρεμίας της. Ο άνδρας που λέγονταν Πέτρος, την ανάγκασε να τον κοιτάξει, για να θυμάται το πρόσωπο της δικαιοσύνης του θεού του. Όμως, αντί να φοβηθεί, εκείνη, την μορφή της νεμέσεως με τον κουρελιασμένο χιτώνα, εκείνος που ταράχτηκε ήταν ο ίδιος ο Πέτρος. Το «χέρι του θεού» άρχισε να τρέμει μπροστά στο κάλλος της Φιλοσόφου, για αυτό και μόνο το λόγο, η οπαδός των αρχαίων, έπρεπε, όχι απλά να πεθάνει, αλλά να έχει εξευτελιστικό θάνατο, όπως αρμόζει σε όλους τους εχθρούς της… αλήθειας.
Η σκιά, που ονομάζονταν Κύριλλος στέκονταν στο παράθυρο. Ανησυχούσε… οι κουρελήδες αργούσαν να του φέρουν δεμένη την γυναίκα που τόλμησε να αμφισβητήσει τα ωραία κηρύγματα και τη διδασκαλία του. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο διάδοχος των αποστόλων, η φωνή του κυρίου του, αυτός και κανείς άλλος. Ποδοβολητά αλόγων ακούστηκαν στον περίβολο και αμέσως ο Κύριλλος, βγαίνοντας από τις σκέψεις του, έτρεξε ενστικτωδώς, προς την είσοδο. Ένας από τους πράκτορες του ξεπέζευσε από το άλογο του και έσκυψε στο αυτί του αφέντη του. Η γυναίκα ήταν νεκρή και ατιμασμένη. Όχι, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Αλλιώς τα είχε σκεφτεί στο μυαλό του. Να καίγανε τη σχολή, ναι! Να συλλάμβαναν την υπεύθυνη των αιρετικών διδασκαλιών, αυτό μάλιστα! Να την έφερναν μπροστά του και να έβγαιναν στο κήρυγμα μαζί, εκείνη μετανοημένη και μαθήτρια του και εκείνος θριαμβευτής και δάσκαλος της! Αυτό ναι, ήταν ένα καλό σχέδιο. Αν γίνονταν έτσι ίσως… ίσως μια μέρα τον έβλεπε, όχι μόνο σαν σωτήρα που την έσωσε από τον κόσμο των δαιμόνων, αλλά και ως εραστή, γιατί όχι; Ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας έκανε νόημα στον πράκτορα του και τους υπολοίπους να φύγουν και καθώς γύρναγε στο διοικητήριο του, άρχισε να κλαίει με λυγμούς, Κάπου στο βάθος του ορίζοντα μια φωτιά φώτιζε τον τόπο που βρίσκονταν κάποτε η νεοπλατωνική σχολή και ύστερα… ύστερα ο τελευταίος καπνός έσβησε και χάθηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ, όπως πριν λίγες ώρες , η Υπατία έσβησε από τον κόσμο αλλά έγινε αιώνια για τον χρόνο… Και όταν η αλήθεια έγινε μύθος και ο μύθος έγινε θρύλος, ο κόσμος ξανάμαθε την Αλεξανδρινή σοφή γυναίκα, αυτή τη φορά με τ’ όνομα Αικατερίνη.